δίπορτος

δίπορτος
-η, -ο
1. δίθυρος, αυτός που έχει δύο πόρτες: Έχει δίπορτο αυτοκίνητο.
2. το ουδ. ως ουσ., δίπορτο διπλή διέξοδος ή ωφέλεια: Το έχει δίπορτο· άλλοτε μένει στο σπίτι του και άλλοτε στης μνηστής του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δίπορτος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο πόρτες, διεξόδους 2. το ουδ. ως ουσ. το δίπορτο διπλή διέξοδος, καταφύγιο 3. φρ. «τό χει δίπορτο» έχει διπλό τρόπο διαφυγής σε δύσκολες περιστάσεις …   Dictionary of Greek

  • δίθυρος — η, ο αυτός που διαθέτει δύο πόρτες, δίπορτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”