- δίπορτος
- -η, -ο1. δίθυρος, αυτός που έχει δύο πόρτες: Έχει δίπορτο αυτοκίνητο.2. το ουδ. ως ουσ., δίπορτο διπλή διέξοδος ή ωφέλεια: Το έχει δίπορτο· άλλοτε μένει στο σπίτι του και άλλοτε στης μνηστής του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.